ιστίο

ιστίο
το (ΑΜ ἱστίον)
(υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο
αρχ.
ύφασμα, κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. θηκ-ίον, τεκν-ίον). Βλ. κ. ιστός.
ΣΥΝΘ. ιστιοδρομώ, ιστιορράφος
αρχ.
ιστιοκώπη, ιστιόκωπος, ιστιοπετής, ιστιοποιούμαι
μσν.- νεοελλ.
ιστιοφόρος
νεοελλ.
ιστιοδέτης, ιστιοδρομία, ιστιοθέτηση, ιστιοθετώ, ιστιοθήκη, ιστιοκεραία, ιστιοκύτταρο, ιστιόπανο, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλόος, ιστιοπλοώ, ιστιοποιείο, ιστιοποιία, ιστιοποιός, ιστιόρραμμα, ιστιορραφίδα, ιστιορραφώ, ιστιόστιγμα, ιστιοτευθίς, ιστιούχος, ιστιοφορία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιστίο — το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι του πλοίου ώστε να το φουσκώνει ο άνεμος και έτσι να κινείται το πλοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… …   Dictionary of Greek

  • μονόσειρος — η, ο 1. αυτός που έχει μία μόνο σειρά 2. φρ. «μονόσειρο ιστίο» ναυτ. ιστίο που φέρει μία μόνο σειρά, ώστε σε περίπτωση κακοκαιρίας να ελαττώνεται η επιφάνειά του, ιστίο με μία μπίντα, όπως είναι τα ημιόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σειρά] …   Dictionary of Greek

  • προΐστιο — το, Ν ναυτ. ιστίο που υψώνεται ανάμεσα σε δύο ιστία ιστιοφόρου πλοίου, μπροστά από το κύριο ιστίο, κν. βελαστράλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ιστίο. Η λ., στον λόγιο τ. προΐστιον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • σακολέβα — η / σαγολέβα, ΝΜ, και σακ(κ)ολαίφη Ν ναυτ. 1. ιστίο τραπεζοειδούς σχήματος μικρού πλοίου, αλλ. λοίπαδος 2. τύπος μικρού οξύπρυμνου πλοιαρίου που έχει παρόμοιο ιστίο 3. ο συστολέας τού επιδρόμου, κν. μεσουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγος «μάλλινο χοντρό… …   Dictionary of Greek

  • σειρόδετος — η, ο, Ν 1. ναυτ. (για ιστίο) αυτός που είναι δεμένος με σειρά ή με σειράδιο 2. φρ. «σειρόδετο ιστίο» ιστίο δεμένο με σειρά ή με σειράδιο, κν. μουδαρισμένο πανί ή μουδάτο πανί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + δετος (< δένω). Το ουδ. σειρόδετον… …   Dictionary of Greek

  • γολέτα — Δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο, που ονομάζεται και ημιολία. Ο τύπος του σκάφους του είναι ο γνωστός με το χαρακτηριστικό καραβόσκαρο. Έχει δύο κατάρτια (ιστούς), που ο καθένας τους διαθέτει από ένα ημιολικό ιστίο, ένα δηλαδή μικρότερο κατάρτι σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • λωματίζω — [λώμα] ράβω λώμα, σχοινί γύρω από το ιστίο, ενισχύω το ιστίο με λώμα …   Dictionary of Greek

  • στηθωτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει στήθος 2. αυτός που έχει σχήμα στήθους («στηθωτό ιστίο» [ναυτ.] διπλωμένο ιστίο που σχηματίζει εξόγκωμα στο μέσον κεραίας). [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • φώσωνας — και φώσσωνας, ο / φώσσων ή φώσων, ωνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φώσων Ν νεοελλ. ναυτ. το πάνω από τον δόλωνα τετράγωνο ιστίο, που φέρει σταυρωτές κεραίες, κν. παπαφίγκος μσν. αρχ. ιστίο πλοίου αρχ. (στους Αιγυπτίους) χιτώνας από χονδρό λινό ύφασμα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”